- σπονδειάζω
- σπονδειάζω, den Spondeus brauchen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σπονδειάζω — ΝΜΑ [σπονδεῑος] 1. (για λέξη ή στίχο) αποτελούμαι από σπονδείους, από πόδες που έχουν το μετρικό σχήμα τού σπονδείου 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ σπονδειάζων (ενν. στίχος) δακτυλικός εξάμετρος στίχος ο οποίος έχει σπονδείο στον πέμπτο πόδα … Dictionary of Greek
σπονδειάζοντι — σπονδειάζω employ pres part act masc/neut dat sg σπονδειάζω employ pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδείαζε — σπονδειάζω employ pres imperat act 2nd sg σπονδειάζω employ imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδειασμός — ὁ, Α [σπονδειάζω] 1. η χρησιμοποίηση τού σπονδείου 2. ύψωση τής φωνής κατά το διάστημα τριών τετάρτων τού τόνου … Dictionary of Greek